ετεροδύναμος

ετεροδύναμος
ἑτεροδύναμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετική δύναμη ή ικανότητα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροδύναμον
η διαφορά δύναμης ή ικανότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -δύναμος (< δύναμαι), πρβλ. αδύναμος, ισοδύναμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἑτεροδύναμον — ἑτεροδύναμος of different power masc/fem acc sg ἑτεροδύναμος of different power neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροδύναμα — ἑτεροδύναμος of different power neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

  • ετεροδυναμία — ἑτεροδυναμία, ἡ (Α) [ετεροδύναμος] η αλλαγή, η μετατόπιση τἡς δύναμης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”