- ετεροδύναμος
- ἑτεροδύναμος, -ον (Α)1. αυτός που έχει διαφορετική δύναμη ή ικανότητα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροδύναμονη διαφορά δύναμης ή ικανότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -δύναμος (< δύναμαι), πρβλ. αδύναμος, ισοδύναμος].
Dictionary of Greek. 2013.